Όταν ο ανιψιός και ο γιος μου ήταν μικροί παραποιούσα τις λέξεις καμιά φορά για να δω αν θα το παρατηρούσαν και για να τους πειράξω. Καμιά φορά αυτό έξαπτε φαντασία μας, καθώς αυτά που ήταν κάτι συγκεκριμένο και αδιάψευστο μέχρι πρότεινως, υπό την επήρεια του νέου τους τίτλου, θα μπορούσαν να είναι οτιδήποτε. Έτσι φτιάξαμε αυτήν την ιστορία.
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μοναχικό καγκούρι που ζούσε σε ένα βαθύ και σκοτεινό κούνελ. Τα βράδια έπαιζε το τύμπανο, το μοναδικό αντικείμενο που είχε φέρει η μαμά του από την Αυστραλία από την οποία είχε μεταναστεύσει και ύστερα ξάπλωνε στο χώμα στην είσοδο του κούνελ του και κοίταζε τ’αστέρια που έμοιαζαν να σχηματίζουν τον αστερισμό «αγγούρι», κάτι που του θύμιζε πολύ τον πατέρα του. Το καγκούρι ήταν ένα πολύ θυμωμένο ζώο, πράγμα που συνειδητοποίησα ήδη τα πρώτα 5 λεπτά της συνάντησής μας.
Βρέθηκα στην είσοδο του κούνελ εντελώς τυχαία, όταν μου έσκασε λάστιχο στη μέση της εθνικής οδούς και ώρα 3 τα ξημερώματα. Γύριζα από το οικογενειακό μας εξοχικό που βρίσκεται στο Άνω Λουτρό Κορινθίας μαζί με τον 1,5 ετών γιό μου, Πίλο. Ταξίδευα την ώρα αυτή καθώς η ολοκληρωτική αντικατάσταση σεβασμού με αποθρασυνόμενη και χαιρέκακη οικειότητα της οικογένειάς μου με είχε εξωθήσει στην πόρτα λίγο πριν εξωθηθώ στα άκρα. Φυσικά τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα του εγκεφάλου μου ήταν εντελώς έκρυθμα και τέτοιας έντασης που χάρηκα όταν έσκασε λάστιχο και όχι η μηχανή του αυτοκινήτου.
Ο Πίλος ξύπνησε καλοδιάθετος και εκφώνησε «μαμα! παμ βόλτα!» (πράγμα που δεν πρότεινε σχεδόν ποτέ), ενώ προσπαθούσα να εκτρέψω την εσωτερική μου ένταση σε πόνο χτυπώντας το κεφάλι μου στο τιμόνι. «Ναι, γλυκέ μου, φυσικά!». Πήρα παραμάσχαλα τον μικρό ολοστρόγγυλο Πίλο, την τσάντα μου και έναν φακό. Η αλήθεια είναι ότι από μικρό κορίτσι είχα περιέργεια να ανακαλύψω τι βρισκόταν πέρα από αυτή τη γνώριμη εθνική οδό με έναν μόνο προορισμό σε κάθε ταξίδι.
Περπατούσα μέσα στα ξερά χόρτα με αναμμένο τον φακό προσπαθώντας να φτάσω στην παραλία. Βρεθήκαμε μπροστά σ’ένα μεγάλο και στενό κούνελ, που έμοιαζε εγκαταλελειμμένο και έτσι αποφασίσαμε να το διασχίζουμε. Η αίσθηση φόβου μας είχε εγκαταλείψει καθώς όλα πηγαίνανε διαρκώς στραβά. Βαδίζοντας με δυσκολία ανάμεσα σε κοτρώνες μέσα στο κούνελ, άκουσα τον Πίλο να φωνάζει «Μαμά, ένα καγκούρι!». Κοίταξα προς τα εκεί που είχε παρατεταμένο το χεράκι του και πράγματι είδα στον τοίχο ένα ζώο ζωγραφισμένο με πράσινη μπογιά. Ήταν παράξενο που ο Πίλος ήξερε πως ονομαζόταν, αλλά δεν έδωσα πολλή σημασία, καθώς ήταν απόγονος βιολόγων και είχε έκτη αίσθηση σε ότι αφορούσε το ζωικό βασίλειο. Μου έκαναν εντύπωση μικρά μπουκαλάκια με μπογιές, εργαλεία, βάζα και άλλα χρηστικά αντικείμενα τοποθετημένα ακατάστατα κοντά στα τείχη του κούνελ, αλλά υπέθεσα ότι θα τα είχαν αφήσει παιδιά που έπαιζαν εκεί.
Πλησιάζοντας στην έξοδο του κούνελ, παραπάτησα σε κάτι ογκώδες και μόλις που κατάφερα να συγκρατήσω τον εύθυμο Πίλο στην αγκαλιά μου. Χτύπησα το γόνατό μου και σηκώθηκα αναμαλλιασμένη. Τότε άκουσα ένα άγριο βογκητό. Το αίμα μου πάγωσε μα ο Πίλος ακόμα παραμίλαγε εύθυμα και μωρουδίστικα λόγια με κεντρικό θέμα το «αγκού, καγκού, γκου,…». Το καγκούρι με το πυκνό μακρύ πράσινό του τρίχωμα και την μακρόστενη μουσούδα του σηκώθηκε γρυλίζοντας και μουρμουρίζοντας βρισιές. «Άντε γαργαλίσου, βλαμένη!! Γκουρ γκουρ , γρρρρ!» γουργούρισε. «Συγνώμη τι είπατε;» τον ρώτησα. «Με άκουσες σκατούλα!» απάντησε το καγκούρι που στη συνέχεια έκατσε πάνω σε μια μεγάλη κοτρώνα και πέταγε πέτρες στο χωράφι με τις λεμονιές ακριβώς μπροστά. Δεν ήξερα τι να κάνω και φοβόμουν λίγο κι έτσι προχώρησα συγχυσμένη. Ο Πίλος τότε είπε «άφησε με!» κι έτσι τον άφησα κάτω. Πήρε ένα πεσμένο λεμόνι και έτρεξε προς το καγκούρι. «Σταμάτα, μηηη!!!» ούρλιαξα τρέχοντας πίσω του, αλλά δεν τον προλάβαινα. Ήταν ήδη πολύ αργά είχε πλησιάσει το θυμωμένο ζώο και του προσέφερε ένα λεμόνι. Φοβήθηκα ότι θα του δάγκωνε το χέρι, αλλά το καγκούρι μύρισε το λεμόνι και μετά το χέρι του Πίλου και ύστερα του είπε «Θα σου δείξω τον πατέρα μου». Τον τοποθέτησε στοργικά πάνω στα μακριά πράσινα μαλλιά του δίπλα του και του μίλαγε για τον αστερισμό αγγούρι, χυλός, μουτζούρα και πουά. Ο Πίλος αποκοιμήθηκε γλυκά. Εγώ κάθισα λίγο πιο μακριά σε μια κοτρώνα και είχα αρχίσει να νυστάζω κι εγώ. Τότε το καγκούρι με πλησίασε και μου παρέδωσε τον Πίλο που κρατούσε στοργικά στην τριχωτή αγκαλιά του. «Πες μου μία ευχή» είπε. «Εύχομαι το λάστιχο του αυτοκινήτου να μην ήταν σκασμένο και να είχα μία σακούλα με ζαχαρωτά» είπα. Αποχαιρετιστίκαμε με ένα νεύμα. Όταν έφτασα στο αυτοκίνητο το λάστιχο ήταν πιο φουσκωτό από ποτέ και στη θέση του συνοδηγού υπήρχε μία σακούλα με ζαχαρωτά. Αυτά μας συνέβαιναν ενίοτε, δεν ξέρω γιατί.